ἀφάνταστος — without masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφάνταστος — η, ο (AM ἀφάνταστος, ον) νεοελλ. 1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να φανταστεί, ο εξαιρετικός 2. αυτός που δεν είναι φαντασμένος, ο σεμνός αρχ. μσν. 1. ο μη φανταστικός, ο αληθινός 2. όποιος δεν φαντάζεται κάτι ή δεν έχει κάποιο όραμα 3.… … Dictionary of Greek
ἀφαντάστως — ἀφάνταστος without adverbial ἀφάνταστος without masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφάνταστον — ἀφάνταστος without masc/fem acc sg ἀφάνταστος without neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαντάστοις — ἀφάνταστος without masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαντάστου — ἀφάνταστος without masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαντάστους — ἀφάνταστος without masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαντάστῳ — ἀφάνταστος without masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφάνταστα — ἀφάνταστος without neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφάνταστοι — ἀφάνταστος without masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)